Sunday, May 31, 2009

Jürgen Theobaldy - Die Astronauten

ΟΙ ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΕΣ


Όταν πετάω το χαρτί,
δεν πετάω και το ποίημα,
το κεφάλι σου γίνεται κεφαλή
εάν υποκλιθεί μπροστά στο λόγο,
ακόμα και μια ταφόπλακα μου λέει πιο λίγα
απ' ό,τι τα ίχνη των καθημερινών δρόμων
που ένας απ' τους τραγουδιστές μου περπάτησε.

Δύο φορές στη ζωή σου
περνάς από το κατάστημα,
όπου κλαίει στη βιτρίνα η κιθάρα
που διστάζεις ν' αγοράσεις.
Την τρίτη φορά το κατάστημα έχει εξαφανιστεί.

Εκπληκτικό, πώς άλλαξαν τόσα πολλά .
Μεγαλώνω μ' έναν δίσκο μουσικής,
μόλις που πρόλαβα να μεγαλώσω,
κι ο δίσκος κυλάει προς το Μουσείο.
Τώρα μπορείς να πατήσεις
πάνω στα μπλε καστόρινα παπούτσια μου,
καθώς χοροπηδάς έξω από την ουρά
μπροστά στο ταμείο.

Ένα βράδυ άμοιξα τα μάτια
και είδα στο φεγγάρι άντρες
να φοράνε στολές ασημένιες του δύτη
μ' ένα μαθητικό "σκονάκι" στο αυτί,
ένα μήνυμα στον ελεύθερο κόσμο,
το μήνυμα ήταν: Θα γίνει.

Μόνο αυτό που είναι γραμμένο επιβιώνει,
μόνο αυτό που είναι γραμμένο χάνεται.

Ακόμα και οι αστροναύτες ανεβαίνουν εκεί πάνω,
σε κάτι τόσο ακατοίκητο όπως η Αιωνιότητα,
γιατί θέλουν να επιστρέψουν
και να δώσουν συνέντευξη.
Σκοτάδι, και περνούν κομμάτια φεγγαριού κατά ριπές.
Βουβά ανασαίνοντας τίποτα δεν ακούω
εκτός από τον κρότο της ζώνης μου.



Translated by Stratis Pashalis
Πηγή: lyrikline.org

Sunday, May 24, 2009

Ο τζίτζικας και ο μέρμυγκας

Κάποτε ήταν ένα τζιτζίκι κι ένα μυρμήγκι. Ήταν οι μόνοι κάτοικοι σ' ένα μικρό πεύκο στην πλατεία μιας βιομηχανικής μητρόπολης. Το τζιτζίκι πάντα βρισκόταν πάνω απ' το μυρμήγκι που απ' το χώμα που είχε τη φωλιά του συχνά άκουγε το τζιτζίκι να του τραγουδάει και να του λέει κάθε είδους ιστορίες. Καμιά φορά προσπαθούσε να του πει κάτι για να καταλάβει τι εννοούσε ο γείτονάς του και το τζιτζίκι έκανε ακόμα περισσότερο θόρυβο, υπερκαλύπτωντας το μυρμήγκι που με την σιγανή φωνούλα του καταλάβαινε πως δεν μπορούσε ν'ακουστεί και σώπαινε. Το τζιτζίκι έτσι πέρναγε όλο το καλοκαίρι του μασουλώντας ό, τι έβρισκε και λέγοντας στο μυρμήγκι ότι κάνει πολύ κόπο για να φάει ενώ όλα ήταν έτοιμα. Το μυρμήγκι όμως δε σταμάταγε να μαζεύει φαγητά, ακόμα και τα πιο άνοστα και να τρώει αργά και λιτά, ακόμα κι όταν η φωλιά του είχε γεμίσει.

Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να φορτώνεις με δουλειές τη μέρα σου ενώ η φύση σιγοτραγουδάει και μας δίνει κάθε λόγο να την χαρούμε. Είπε περήφανα το τζιτζίκι. Το μυρμήγκι πήγε να πει πως δεν τον κουράζει η δουλειά και πως η φύση δεν είναι κάθε μέρα χαρούμενη όπως εκείνο, αλλά το τζιτζίκι ξανάρχισε να τραγουδάει και να του τονίζει πόσο ωραία είναι η ζωή όταν ξέρεις να τη ζεις.

Μια μέρα το τζιτζίκι ξύπνησε και είδε τα φύλλα νά' χουν πέσει απ' τα δέντρα, πλησίασε το μυρμήγκι κι άρχισε να του φωνάζει που δεν του είπε πότε θα πέσουν τα φύλλα. Εκείνο προσπαθούσε να του πει πως αυτό δεν το προγραμματίζουμε και καλό θα ήταν να προλαμβάνουμε όσο είναι καλός ο καιρός την κακοκαιρία. Όμως το τζιτζίκι άρχισε να τραγουδάει με βραχνή φωνή και να καλύπτει τη φωνή του μυρμηγκιού που ανήμπορο να του εξηγήσει γύρισε στη φωλιά του. Δεν ξαναβγήκε όλη την εβδομάδα αφού κρύωνε και σιγά σιγά το τζιτζίκι σταμάτησε να τραγουδάει αφού δεν έβλεπε πια πουθενά το μυρμήγκι. Μετά από μια βδομάδα είχε ξεχάσει τα λόγια του τραγουδιού του και το μυρμήγκι του είπε πως καλύτερα να δίνει μεγαλύτερη σημασία στα λόγια για να τα θυμάται, αυτή τη φορά ακούστηκε αλλά το τζιτζίκι πάλι δεν είχε ακούσει τίποτα. Ανίκανο να απαντήσει έπεσε απ' το δέντρο και ξάπλωσε φαρδύ πλατύ στο χώμα χαλώντας τη φωλιά του μηρμυγκιού.

Wednesday, May 6, 2009

Ρέκβιεμ για την Αχμάτοβα

Χαρτί από πέτρα
η ζωή
φτάνει στη μαύρη θάλασσα
μελανιασμένη
σπάνια επιπλέουσα,
ώσπου να ενωθεί
με τους ζόφους της
και τ' αλμυρά σκιρτήματα
να σβήσει.

Κυλάει αφρίζοντας ο Γιενισέι.

Πάντα κυλάει
και χάνεται.